- ασπάρα(γ)ος
- η , ο , ασπάρακτος, ος , ον , -χτος, η , ο1) неразорванный; неразрываемый; 2) убитый наповал (о застре- ленной дичи); неподвижный, переставший трепетать (о рыбе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αρδαβούριος — (5ος αι. μ.Χ.).Στρατηγός του Βυζαντίου, διοικητής των ανατολικών θεμάτων. Είχε τόση δύναμη ώστε, όταν πέθανε o αυτοκράτορας Μαρκιανός, όλοι περίμεναν να γίνει ο Α. αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τελικά όμως ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Λέων ο Α’,… … Dictionary of Greek